- νήρειος
- νήρειος, -εία, -ον (Α) [Νηρεύς]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο θεό Νηρέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νηρείας — Νηρείᾱς , Νήρειος of Nereus fem acc pl Νηρείᾱς , Νήρειος of Nereus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρείων — Νήρειον of Nereus neut gen pl Νήρειος of Nereus fem gen pl Νήρειος of Nereus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νήρειον — of Nereus neut nom/voc/acc sg Νήρειος of Nereus masc acc sg Νήρειος of Nereus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρείου — Νήρειον of Nereus neut gen sg Νήρειος of Nereus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)